«Οι άνθρωποι νόμιζαν ότι ιερό και
σπουδαίο δεν είναι αυτό το ανοιξιάτικο πρωινό… αλλά είναι ιερό όσα αυτοί οι
ίδιοι έχουν σοφιστεί για να εξουσιάζει ο ένας τον άλλον…»
[απόσπασμα από την ΑΝΑΣΤΑΣΗ, 1899 – το τελευταίο μυθιστόρημα]
Λέων Τολστόι
Όσο και να προσπαθούσαν οι κάμποσες χιλιάδες συγκεντρωμένοι σ΄ ένα μέρος άνθρωποι να παραμορφώσουν τη γη όπου βρέθηκαν στριμωγμένοι, όσο και να τη σκέπαζαν με πέτρες για να μη φυτρώσει τίποτα πάνω σ΄ αυτή, όσο και να ξερίζωναν κάθε χορταράκι που φύτρωνε, όσο και να πύκνωναν τους καπνούς από το πετροκάρβουνο και το πετρέλαιο, όσο και να κλάδευαν τα δένδρα και να κυνηγούσαν όλα τα ζώα και τα πουλιά – η άνοιξη ήταν άνοιξη ακόμα και μέσα στην πόλη.
Ο ήλιος έκαιγε, η χλόη ζωντάνευε, μεγάλωνε και πρασίνιζε παντού όπου όχι μόνο δεν την είχαν κουρέψει, όχι μόνο στα γκαζόν των λεωφόρων, μα και στα στενά ανάμεσα στις πλάκες, και οι σημύδες, οι λεύκες, οι αγριοκερασιές ξεπετούσαν τα γλιστερά και μυρωδάτα φύλλα τους, στις φιλλύρες φούσκωναν τα σκασμένα μπουμπούκια. Οι καλιακούδες, τα σπουργίτια και τα περιστέρια ετοίμαζαν με ανοιξιάτικη χαρά τις φωλιές τους, και οι μύγες ζουζούνιζαν κοντά στους τοίχους ζεσταμένες από τον ήλιο. Χαρούμενα ήταν και τα φυτά, και τα πουλιά, και τα έντομα και τα παιδιά. Μα οι άνθρωποι - οι μεγάλοι, οι ηλικιωμένοι άνθρωποι – δεν έπαυαν να κοροϊδεύουν και να βασανίζουν τον εαυτό τους και ο ένας τον άλλον. Οι άνθρωποι νόμιζαν ότι ιερό και σπουδαίο δεν είναι αυτό το ανοιξιάτικο πρωινό, δεν είναι η θεϊκή ομορφιά του κόσμου που δόθηκε για να τη χαίρονται όλα τα πλάσματα – μια ομορφιά που γεννάει στην καρδιά ειρήνη, αρμονία και αγάπη – αλλά είναι ιερό όσα αυτοί οι ίδιοι έχουν σοφιστεί για να εξουσιάζει ο ένας τον άλλον.
Λέων Τολστόι, «Ανάσταση», Ζαχαρόπουλος, 1987, σ.5, Κεφάλαιο 1, Μετάφραση: Ανδρέας Σαραντόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου